- πλησίαλος
- πλησί-ᾰλος, ον,A near the sea, Posidon.29J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλησίαλος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παραθαλάσσιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλησίαλον το παραθαλάσσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + αλος (< ἅλς, ἁλός «θάλασσα»), πρβλ. πάρ αλος] … Dictionary of Greek
πλησίαλον — πλησίαλος near the sea masc/fem acc sg πλησίαλος near the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)